- εὐκαθοσίωτος
- εὐκαθ-οσίωτος, ον,A consecrated, IG14.455 (Catana, v A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκαθοσίωτος — εὐκαθοσίωτος, ον (Α) (για ναό, τέμενος κ.λπ.) καθοσιωμένος, καθιερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθ οσίωτος (< καθοσιώ) πρβλ. α καθ οσίωτος] … Dictionary of Greek
εὐκαθοσίωτον — εὐκαθοσίωτος consecrated masc/fem acc sg εὐκαθοσίωτος consecrated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαθοσιώτου — εὐκαθοσίωτος consecrated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαθοσίωτοι — εὐκαθοσίωτος consecrated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)